προρρητικος

προρρητικος
    προρρητικός
    προ-ρρητικός
    3
    предсказательный, пророческий
    

(δύναμις Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προρρητικος" в других словарях:

  • προρρητικός — ή, όν, Α [πρόρρησις] 1. προφητικός 2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος τού να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα …   Dictionary of Greek

  • προρρητικά — προρρητικός predictive neut nom/voc/acc pl προρρητικά̱ , προρρητικός predictive fem nom/voc/acc dual προρρητικά̱ , προρρητικός predictive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῶν — προρρητικός predictive fem gen pl προρρητικός predictive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικόν — προρρητικός predictive masc acc sg προρρητικός predictive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικοῖς — προρρητικός predictive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικοῦ — προρρητικός predictive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῆς — προρρητικός predictive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῇ — προρρητικός predictive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῶς — προρρητικός predictive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῷ — προρρητικός predictive masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿԱՆԽԱՍԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 1050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. προρρητικός vaticinans, praedicens. Կանխաւ ասօղ. գուշակօղ. *Կանխասաց մարգարէին, կամ մարգարէիցն: Կանխասաց եղեալ մրգարէին՝ ասէ. Լմբ. վերափոխ.: Զքր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»